κοσμοϊστορικός

κοσμοϊστορικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία τού κόσμου
2. αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο
3. πολύ σπουδαίος, πολύ σημαντικός («κοσμοϊστορικό γεγονός»).
επίρρ...
κοσμοϊστορικώς και -ά
σύμφωνα με την ιστορία τού κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + ιστορικός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. weltgeschichtlich. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Φίλιππο Ιωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοσμοϊστορικός — ή, ό αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο: Η γέννηση του Χριστού ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”